kupkuru
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
kupkuru
<
(
με αναδιπλασιασμό
)
ku-p-
+
kuru
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈkup.ku.ɾu
/
Επίθετο
kupkuru
(tr)
(
επιτατικό επίθετο
)
κατάξερος
,
εντελώς
ξηρός
,
τελείως
ξηρός
≠
αντώνυμα
:
ıpıslak
,
sırılsıklam
,
sırsıklam
(
επιτατικό επίθετο
)
εντελώς
στεγνός
,
τελείως
στεγνός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.