κατάξηρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάξηρος | η | κατάξηρη | το | κατάξηρο |
| γενική | του | κατάξηρου | της | κατάξηρης | του | κατάξηρου |
| αιτιατική | τον | κατάξηρο | την | κατάξηρη | το | κατάξηρο |
| κλητική | κατάξηρε | κατάξηρη | κατάξηρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάξηροι | οι | κατάξηρες | τα | κατάξηρα |
| γενική | των | κατάξηρων | των | κατάξηρων | των | κατάξηρων |
| αιτιατική | τους | κατάξηρους | τις | κατάξηρες | τα | κατάξηρα |
| κλητική | κατάξηροι | κατάξηρες | κατάξηρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάξηρος < αρχαία ελληνική κατάξηρος < κατά + ξηρός
Επίθετο
κατάξηρος
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατάξερος
- Εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων προηγεῖτο ἡμῶν κατάξηρος κ᾿ ἐκεῖνος ψωραλέος ὄνος, σύρων ἐπιπόνως βαρέλαν ὕδατος, τοποθετημένην ἐπὶ εἴδους διτρόχου χειραμάξης ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν γραίας χωρικῆς. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Το ξεστούπωμα
Μεταφράσεις
κατάξηρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.