cannella

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

cannella < υποκοριστικό του canna

Ουσιαστικό

cannella (it) θηλυκό

  1. η κανέλα
  2. το κανελί (χρώμα)
  3. η κάνουλα

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cannella < υποκοριστικό του canna

Ουσιαστικό

cannella (it) θηλυκό

  1. υστερολατινική μικρό καλάμι

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cannella cannellae
γενική cannellae cannellārum
δοτική cannellae cannellīs
αιτιατική cannellam cannellās
κλητική cannella cannellae
αφαιρετική cannellā cannellīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.