κανελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανελής η κανελιά το κανελί
      γενική του κανελή
& κανελιού
της κανελιάς του κανελιού
(κανελί)
    αιτιατική τον κανελή την κανελιά το κανελί
     κλητική κανελή κανελιά κανελί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανελιοί οι κανελιές τα κανελιά
      γενική των κανελιών των κανελιών των κανελιών
    αιτιατική τους κανελιούς τις κανελιές τα κανελιά
     κλητική κανελιοί κανελιές κανελιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, κανελί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κανελής < κανέλ(α) + -ής

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.neˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανελής
τονικό παρώνυμο: Κανέλλης

Επίθετο

κανελής, -ιά, -ί και άκλιτο κανελί

  1. που έχει το ανοιχτό καφέ χρώμα της κανέλας
    Είχα έναν κανελή' σκύλο και τον φώναζα Κανελή.
    κανελί κοτλέ παντελόνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κανελί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.