κιννάμωμον
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
κιννάμωμον < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- καρδάμωμον
- ψευδάμωμον
- Κιννάμωμον το γνήσιον (βοτανική, καθαρεύουσα)
-
κιννάμωμον στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- κιννάμωμον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιννάμωμον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.