αγγελοκάμωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγελοκάμωτος η αγγελοκάμωτη το αγγελοκάμωτο
      γενική του αγγελοκάμωτου της αγγελοκάμωτης του αγγελοκάμωτου
    αιτιατική τον αγγελοκάμωτο την αγγελοκάμωτη το αγγελοκάμωτο
     κλητική αγγελοκάμωτε αγγελοκάμωτη αγγελοκάμωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγελοκάμωτοι οι αγγελοκάμωτες τα αγγελοκάμωτα
      γενική των αγγελοκάμωτων των αγγελοκάμωτων των αγγελοκάμωτων
    αιτιατική τους αγγελοκάμωτους τις αγγελοκάμωτες τα αγγελοκάμωτα
     κλητική αγγελοκάμωτοι αγγελοκάμωτες αγγελοκάμωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγελοκάμωτος < άγγελος + καμωτός (φτιαγμένος)

Επίθετο

αγγελοκάμωτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.