καλωδίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλωδίωση οι καλωδιώσεις
      γενική της καλωδίωσης των καλωδιώσεων
    αιτιατική την καλωδίωση τις καλωδιώσεις
     κλητική καλωδίωση καλωδιώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλωδίωση < -ση

Ουσιαστικό

καλωδίωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.