καλωδιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλωδιώνω < καλώδιο + -ώνω < αρχαία ελληνική καλῴδιον, υποκοριστικό του κάλως

Ρήμα

καλωδιώνω (παθητική φωνή: καλωδιώνομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.