καλωδιακά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καλωδιακά
<
καλωδιακός
+
-ά
Επίρρημα
καλωδιακά
με
εγκατάσταση
καλωδίων
,
μέσω
καλωδίων
※
το
κτήριο
είναι
καλωδιακά
εξοπλισμένο
Μεταφράσεις
καλωδιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλωδιακά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καλωδιακό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.