κάλως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλως

Ουσιαστικό

κάλως αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κάλως)

  • (ναυτικός όρος) χοντρό σχοινί καραβιών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰλω-
ονομαστική κάλως οἱ κάλ
      γενική τοῦ κάλω τῶν κάλων
      δοτική τῷ κάλ τοῖς κάλῳς
    αιτιατική τὸν κάλω τοὺς κάλως
     κλητική ! κάλως κάλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάλω
γεν-δοτ τοῖν  κάλῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'κάλως' όπως «κάλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλως < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κάλως αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) κάλως, καραβόσκοινο
  2. (κατ’ επέκταση) σχοινί

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.