καλοψημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοψημένος η καλοψημένη το καλοψημένο
      γενική του καλοψημένου της καλοψημένης του καλοψημένου
    αιτιατική τον καλοψημένο την καλοψημένη το καλοψημένο
     κλητική καλοψημένε καλοψημένη καλοψημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοψημένοι οι καλοψημένες τα καλοψημένα
      γενική των καλοψημένων των καλοψημένων των καλοψημένων
    αιτιατική τους καλοψημένους τις καλοψημένες τα καλοψημένα
     κλητική καλοψημένοι καλοψημένες καλοψημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

καλοψημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοψήνω. Μορφολογικά, καλο- + ψημένος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo.psiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοψημένος

Μετοχή

καλοψημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν ψήσει καλά
  2. που τον έχουν ψήσει αρκετά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.