cook

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cook cooks

cook (en)

Ρήμα

ενεστώτας cook
γ΄ ενικό ενεστώτα cooks
αόριστος cooked
παθητική μετοχή cooked
ενεργητική μετοχή cooking

cook (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαγειρεύω, παρασκευάζω φαγητό
    We cooked with gas.
    Μαγειρέψαμε με γκάζι.
    At the house I have five children waiting for me to wash and cook for them; where is there time for rest!
    Στο σπίτι με περιμένουν πέντε παιδιά να τα πλύνω, να τους μαγειρέψω· πού καιρός για ξεκούραση!
    She likes cooking but not washing dishes.
    Της αρέσει να μαγειρεύει όχι όμως και να πλένει τα πιάτα.
  2. (αμετάβατο) βράζω, για τροφή που γίνεται κατάλληλη για να φαγωθώ με βράσιμο, ψήσιμο, τηγάνισμα κτλ.
    The meat is not cooked, it’s still tough.
    Το κρέας δεν έβρασε, είναι ακόμα σκληρό.
    The meat is not well-cooked (κυριολεκτικά αλλά σπάνια: well-boiled).
    Το κρέας δεν είναι καλοβρασμένο.
    This chicken is well-cooked and tasty.
    Αυτό το κοτόπουλο είναι καλοψημένο και νόστιμο.
    The meat was badly-cooked/half-cooked, it wasn’t edible.
    Το κρέας ήταν κακοψημένο/μισοψημένο, δεν τρωγότανε.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.