cook
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | cook |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cooks |
| αόριστος | cooked |
| παθητική μετοχή | cooked |
| ενεργητική μετοχή | cooking |
cook (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαγειρεύω, παρασκευάζω φαγητό
- ↪ We cooked with gas.
- Μαγειρέψαμε με γκάζι.
- ↪ At the house I have five children waiting for me to wash and cook for them; where is there time for rest!
- Στο σπίτι με περιμένουν πέντε παιδιά να τα πλύνω, να τους μαγειρέψω· πού καιρός για ξεκούραση!
- ↪ She likes cooking but not washing dishes.
- Της αρέσει να μαγειρεύει όχι όμως και να πλένει τα πιάτα.
- ↪ We cooked with gas.
- (αμετάβατο) βράζω, για τροφή που γίνεται κατάλληλη για να φαγωθώ με βράσιμο, ψήσιμο, τηγάνισμα κτλ.
- ↪ The meat is not cooked, it’s still tough.
- Το κρέας δεν έβρασε, είναι ακόμα σκληρό.
- ↪ The meat is not well-cooked (κυριολεκτικά αλλά σπάνια: well-boiled).
- Το κρέας δεν είναι καλοβρασμένο.
- ↪ This chicken is well-cooked and tasty.
- Αυτό το κοτόπουλο είναι καλοψημένο και νόστιμο.
- ↪ The meat was badly-cooked/half-cooked, it wasn’t edible.
- Το κρέας ήταν κακοψημένο/μισοψημένο, δεν τρωγότανε.
- ↪ The meat is not cooked, it’s still tough.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.