εύνους
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εύνους
<
αρχαία ελληνική
εὔνους
<
εὖ
+
νόος
/
νοῦς
Επίθετο
εύνους
, -ους, -ουν
(
παρωχημένο
,
αρχαιοπρεπές
)
που έχει
ευνοϊκή
διάθεση
≠
αντώνυμα
:
δύσνους
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
ευνοϊκός
,
ευ
και
νους
Μεταφράσεις
εύνους
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.