κακοπροαίρετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοπροαίρετος η κακοπροαίρετη το κακοπροαίρετο
      γενική του κακοπροαίρετου της κακοπροαίρετης του κακοπροαίρετου
    αιτιατική τον κακοπροαίρετο την κακοπροαίρετη το κακοπροαίρετο
     κλητική κακοπροαίρετε κακοπροαίρετη κακοπροαίρετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοπροαίρετοι οι κακοπροαίρετες τα κακοπροαίρετα
      γενική των κακοπροαίρετων των κακοπροαίρετων των κακοπροαίρετων
    αιτιατική τους κακοπροαίρετους τις κακοπροαίρετες τα κακοπροαίρετα
     κλητική κακοπροαίρετοι κακοπροαίρετες κακοπροαίρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακοπροαίρετος < κακο- + προαίρε(σις) -τος [1]

Επίθετο

κακοπροαίρετος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.