καλοπροαίρετα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλοπροαίρετα < καλοπροαίρετος

Επίρρημα

καλοπροαίρετα

  • που γίνεται με αγαθή, καλή προαίρεση, με καλή διάθεση, θετική, με σκοπό το καλό (:συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με κάτι αρνητικό ή βλαπτικό που συνέβη όμως λόγω συγκυριών ή εσφαλμένων ενεργειών, και όχι λόγω των αρχικών προθέσεων που ήταν αγαθές)
  • Εχεις άδικο, τον παρεξήγησες, ο άνθρωπος σου είπε καλοπροαίρετα να προσέχεις...


Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καλοπροαίρετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.