καλλιεργημένοι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.eɾ.ʝiˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐ερ‐γη‐μέ‐νοι
- ομόηχο: καλλιεργημένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
καλλιεργημένοι
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του καλλιεργημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.