καλαισθησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλαισθησία οι καλαισθησίες
      γενική της καλαισθησίας των καλαισθησιών
    αιτιατική την καλαισθησία τις καλαισθησίες
     κλητική καλαισθησία καλαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλαισθησία < καλαίσθη(τος) + -σία < αρχαία ελληνική καλός + αἴσθησις

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.le.sθiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλαισθησία

Ουσιαστικό

καλαισθησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.