καλησπέρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλησπέρισμα τα καλησπερίσματα
      γενική του καλησπερίσματος των καλησπερισμάτων
    αιτιατική το καλησπέρισμα τα καλησπερίσματα
     κλητική καλησπέρισμα καλησπερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλησπέρισμα < καλησπερίζω + -μα

Ουσιαστικό

καλησπέρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.