καλησπερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλησπερίζω | καλησπέριζα | θα καλησπερίζω | να καλησπερίζω | καλησπερίζοντας | |
| β' ενικ. | καλησπερίζεις | καλησπέριζες | θα καλησπερίζεις | να καλησπερίζεις | καλησπέριζε | |
| γ' ενικ. | καλησπερίζει | καλησπέριζε | θα καλησπερίζει | να καλησπερίζει | ||
| α' πληθ. | καλησπερίζουμε | καλησπερίζαμε | θα καλησπερίζουμε | να καλησπερίζουμε | ||
| β' πληθ. | καλησπερίζετε | καλησπερίζατε | θα καλησπερίζετε | να καλησπερίζετε | καλησπερίζετε | |
| γ' πληθ. | καλησπερίζουν(ε) | καλησπέριζαν καλησπερίζαν(ε) |
θα καλησπερίζουν(ε) | να καλησπερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλησπέρισα | θα καλησπερίσω | να καλησπερίσω | καλησπερίσει | ||
| β' ενικ. | καλησπέρισες | θα καλησπερίσεις | να καλησπερίσεις | καλησπέρισε | ||
| γ' ενικ. | καλησπέρισε | θα καλησπερίσει | να καλησπερίσει | |||
| α' πληθ. | καλησπερίσαμε | θα καλησπερίσουμε | να καλησπερίσουμε | |||
| β' πληθ. | καλησπερίσατε | θα καλησπερίσετε | να καλησπερίσετε | καλησπερίστε | ||
| γ' πληθ. | καλησπέρισαν καλησπερίσαν(ε) |
θα καλησπερίσουν(ε) | να καλησπερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλησπερίσει | είχα καλησπερίσει | θα έχω καλησπερίσει | να έχω καλησπερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλησπερίσει | είχες καλησπερίσει | θα έχεις καλησπερίσει | να έχεις καλησπερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλησπερίσει | είχε καλησπερίσει | θα έχει καλησπερίσει | να έχει καλησπερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλησπερίσει | είχαμε καλησπερίσει | θα έχουμε καλησπερίσει | να έχουμε καλησπερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλησπερίσει | είχατε καλησπερίσει | θα έχετε καλησπερίσει | να έχετε καλησπερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλησπερίσει | είχαν καλησπερίσει | θα έχουν καλησπερίσει | να έχουν καλησπερίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.