συριγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συριγμός | οι | συριγμοί |
| γενική | του | συριγμού | των | συριγμών |
| αιτιατική | τον | συριγμό | τους | συριγμούς |
| κλητική | συριγμέ | συριγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συριγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συριγμός αρσενικό
- οποιοσδήποτε συριστικός ήχος
- υψίσυχνο σφύριγμα
- τρίξιμο μεταξύ μετάλλων ή μετάλλου και πέτρας (ιδίως εάν προκύψει υψίσυχνο)
- (ιατρική) η συρίττουσα αναπνοή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.