κακογραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακογραμμένος | η | κακογραμμένη | το | κακογραμμένο |
| γενική | του | κακογραμμένου | της | κακογραμμένης | του | κακογραμμένου |
| αιτιατική | τον | κακογραμμένο | την | κακογραμμένη | το | κακογραμμένο |
| κλητική | κακογραμμένε | κακογραμμένη | κακογραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακογραμμένοι | οι | κακογραμμένες | τα | κακογραμμένα |
| γενική | των | κακογραμμένων | των | κακογραμμένων | των | κακογραμμένων |
| αιτιατική | τους | κακογραμμένους | τις | κακογραμμένες | τα | κακογραμμένα |
| κλητική | κακογραμμένοι | κακογραμμένες | κακογραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακογραμμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακογραμμένος. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακογράφω, κακο- + γραμμένος[1]
Μετοχή
κακογραμμένος, -η, -ο (και επίθετο)
- που έχει γραφεί με άσχημο τρόπο και είναι δυσανάγνωστος
- ※ Εκεί υπήρχε μια φράση τόσο κακογραμμένη που δεν μπόρεσε να διαβάσει. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
- που έχει συνταχθεί γρήγορα, χωρίς μελέτη, πρόχειρα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- κακογραφία
- κακογράφος
- → δείτε τις λέξεις κακός και γράφω
Αναφορές
- κακογραμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
- κακογεγραμμένος
Πηγές
- κακογραμμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.