καθεστηκώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καθεστηκώς | ἡ | καθεστηκυῖᾰ | τὸ | καθεστηκός |
| γενική | τοῦ | καθεστηκότος | τῆς | καθεστηκυίᾱς | τοῦ | καθεστηκότος |
| δοτική | τῷ | καθεστηκότῐ | τῇ | καθεστηκυίᾳ | τῷ | καθεστηκότῐ |
| αιτιατική | τὸν | καθεστηκότᾰ | τὴν | καθεστηκυῖᾰν | τὸ | καθεστηκός |
| κλητική ὦ! | καθεστηκώς | καθεστηκυῖᾰ | καθεστηκός | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καθεστηκότες | αἱ | καθεστηκυῖαι | τὰ | καθεστηκότᾰ |
| γενική | τῶν | καθεστηκότων | τῶν | καθεστηκυιῶν | τῶν | καθεστηκότων |
| δοτική | τοῖς | καθεστηκόσῐ(ν) | ταῖς | καθεστηκυίαις | τοῖς | καθεστηκόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | καθεστηκότᾰς | τὰς | καθεστηκυίᾱς | τὰ | καθεστηκότᾰ |
| κλητική ὦ! | καθεστηκότες | καθεστηκυῖαι | καθεστηκότᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθεστηκότε | τὼ | καθεστηκυίᾱ | τὼ | καθεστηκότε |
| γεν-δοτ | τοῖν | καθεστηκότοιν | τοῖν | καθεστηκυίαιν | τοῖν | καθεστηκότοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καθεστηκώς, καθεστηκυῖα, καθεστηκός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (καθέστηκα) του ρήματος καθίστημι
Σημειώσεις
- νέα ελληνική: θηλυκό, μονοτονική γραφή: καθεστηκυία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.