καθαρτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαρτήριος η καθαρτήρια το καθαρτήριο
      γενική του καθαρτήριου της καθαρτήριας του καθαρτήριου
    αιτιατική τον καθαρτήριο την καθαρτήρια το καθαρτήριο
     κλητική καθαρτήριε καθαρτήρια καθαρτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαρτήριοι οι καθαρτήριες τα καθαρτήρια
      γενική των καθαρτήριων των καθαρτήριων των καθαρτήριων
    αιτιατική τους καθαρτήριους τις καθαρτήριες τα καθαρτήρια
     κλητική καθαρτήριοι καθαρτήριες καθαρτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθαρτήριος < (ελληνιστική κοινή) καθαρτήριος < αρχαία ελληνική καθαίρω < καθαρός

Επίθετο

καθαρτήριος, -α, -ο

  1. που συντελεί στον καθαρμό, στον εξαγνισμό
     συνώνυμα: εξαγνιστικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καθαρτήριο: (καθολική εκκλησία) τόπος όπου καθαίρονται και εξαγνίζονται οι αμαρτωλές ψυχές, πριν περάσουν στον παράδεισο
     συνώνυμα: πουργκατόριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.