πουργκατόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουργκατόριο τα πουργκατόρια
      γενική του πουργκατόριου των πουργκατόριων
    αιτιατική το πουργκατόριο τα πουργκατόρια
     κλητική πουργκατόριο πουργκατόρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουργκατόριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική purgatorio < λατινική purgatorium < purgatorius < purgo < purus + ago

Ουσιαστικό

πουργκατόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.