κήνσορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κήνσορας | οι | κήνσορες |
| γενική | του | κήνσορα | των | κηνσόρων |
| αιτιατική | τον | κήνσορα | τους | κήνσορες |
| κλητική | κήνσορα | κήνσορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κήνσορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήνσωρ από την αιτιατική τὸν κήνσορα[1] < λατινική censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /cin.so.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κήν‐σο‐ρας
Ουσιαστικό
κήνσορας αρσενικό
- (ιστορία) αξιωματούχος της αρχαίας ρωμαϊκής πολιτείας με καθήκον την εκτίμηση της περιουσίας των Ρωμαίων πολιτών, η μίσθωση των δημοσίων προσόδων και ο ηθικός έλεγχος των πολιτών
- (μεταφορικά, λόγιο) ηθικολόγος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
- → και δείτε τη λέξη ηθικολόγος
Αναφορές
- κήνσορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.