κήνσωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κήνσωρ | οἱ | κήνσορες | ||||
| γενική | τοῦ | κήνσορος | τῶν | κηνσόρων | ||||
| δοτική | τῷ | κήνσορῐ | τοῖς | κήνσορσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | κήνσορᾰ | τοὺς | κήνσορᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | κῆνσορ | κήνσορες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήνσορε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κηνσόροιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κήνσωρ < (άμεσο δάνειο) λατινική censor, -oris
Πηγές
- κήνσωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «κήνσωρ, -ορος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.