κήνσωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κήνσωρ οἱ κήνσορες
      γενική τοῦ κήνσορος τῶν κηνσόρων
      δοτική τῷ κήνσορ τοῖς κήνσορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κήνσορ τοὺς κήνσορᾰς
     κλητική ! κῆνσορ κήνσορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κήνσορε
γεν-δοτ τοῖν  κηνσόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κήνσωρ < (άμεσο δάνειο) λατινική censor, -oris

Ουσιαστικό

κήνσωρ, -ορος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.