ηθικολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηθικολόγος οι ηθικολόγοι
      γενική του/της ηθικολόγου των ηθικολόγων
    αιτιατική τον/την ηθικολόγο τους/τις ηθικολόγους
     κλητική ηθικολόγε ηθικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηθικολόγος < ηθικ(ή) + -ο- + -λόγος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moralisateur

Ουσιαστικό

ηθικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που συνηθίζει να κάνει λόγο για ηθική, συχνά με δογματικό τρόπο και χωρίς ευρύτητα πνεύματος
    Έντγκαρ Χούβερ: ηθικολόγος και λάτρης της πορνογραφίας (*)
  2. αυτός που ασχολείται με θέματα ηθικής φύσεως
  3. αυτός που πρεσβεύει τα καθιερωμένα από την κοινωνία ήθη και έθιμα, καθορίζοντας παράλληλα τι είναι ηθικό και τι δεν είναι.
  4. αυτός που ηθικολογεί
  5. αυτός που κρίνει τους άλλους σε σχέση με το ήθος τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.