ηθικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ηθικολόγος | οι | ηθικολόγοι |
| γενική | του/της | ηθικολόγου | των | ηθικολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ηθικολόγο | τους/τις | ηθικολόγους |
| κλητική | ηθικολόγε | ηθικολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηθικολόγος < ηθικ(ή) + -ο- + -λόγος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moralisateur
Ουσιαστικό
ηθικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που συνηθίζει να κάνει λόγο για ηθική, συχνά με δογματικό τρόπο και χωρίς ευρύτητα πνεύματος
- Έντγκαρ Χούβερ: ηθικολόγος και λάτρης της πορνογραφίας (*)
- αυτός που ασχολείται με θέματα ηθικής φύσεως
- αυτός που πρεσβεύει τα καθιερωμένα από την κοινωνία ήθη και έθιμα, καθορίζοντας παράλληλα τι είναι ηθικό και τι δεν είναι.
- αυτός που ηθικολογεί
- αυτός που κρίνει τους άλλους σε σχέση με το ήθος τους
Συγγενικά
- ηθικολογία
- ηθικολογικά
- ηθικολογικός
- ηθικολογώ
- → δείτε τις λέξεις ηθική, ήθος και λόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.