μίσθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίσθωση οι μισθώσεις
      γενική της μίσθωσης* των μισθώσεων
    αιτιατική τη μίσθωση τις μισθώσεις
     κλητική μίσθωση μισθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μισθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίσθωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μίσθω(σις) + -ση

Ουσιαστικό

μίσθωση θηλυκό

  • (νομικός όρος, οικονομία) η σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο αποκτά δικαίωμα για τη χρήση κάποιου αγαθού αντί ορισμένου τιμήματος
    μίσθωση ακινήτου
    λήξη της μίσθωσης

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μισθός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.