κόρνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόρνο | τα | κόρνα |
| γενική | του | κόρνου | των | κόρνων |
| αιτιατική | το | κόρνο | τα | κόρνα |
| κλητική | κόρνο | κόρνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φυσικό κόρνο

Γαλλικό κόρνο
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkoɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόρ‐νο
Ουσιαστικό
κόρνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο)
- είδος χάλκινου μουσικού οργάνου· κάθε όργανο της οικογένειας των κόρνων με το χαρακτηριστικό σπειροειδές σχήμα του κέρατος. Αρχικά, χωρίς βαλβίδες (φυσικό κόρνο). Η παραγωγή διαφορετικών τόνων ρυθμίζεται από τα χείλη του εκτελεστή
- εννοείται το γαλλικό κόρνο
- (ιδιωματικό) το κέρατο[3]
Συγγενικά
- άλτο κόρνο ή αλτικόρνο, αλτίκορνο
- αγγλικό κόρνο (είδος όμποε, και όχι κόρνου)
- γαλλικό κόρνο
- κέρας
- κόρνα
- κορνέτα
- κορνίστας
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Αναφορές
- κόρνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Βλ. άρθρο Horn στην Αγγλική Wikipedia. ανεύρ:2018.07.07.
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 15.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.