κέντηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κέντηση | οι | κεντήσεις |
| γενική | της | κέντησης* | των | κεντήσεων |
| αιτιατική | την | κέντηση | τις | κεντήσεις |
| κλητική | κέντηση | κεντήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κεντήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέντηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κέντη(σις) + -ση
Σύνθετα
- αμνιοκέντηση
- αμνιοπαρακέντηση
- διακέντηση
- θωρακοκέντηση
- παρακέντηση
- φλεβοκέντηση
- φλεβοπαρακέντηση
Μεταφράσεις
κέντηση
|
|
Πηγές
- κέντηση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- κέντησις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.