κάτεργο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάτεργο | τα | κάτεργα |
| γενική | του | κάτεργου | των | κάτεργων |
| αιτιατική | το | κάτεργο | τα | κάτεργα |
| κλητική | κάτεργο | κάτεργα | ||
| Και λόγιες γενικές, του κατέργου, των κατέργων | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάτεργο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτεργον (όρος για πλοίο με κουπιά) < ελληνιστική κοινή κάτεργον, ουδέτερο του κάτεργος (επεξεργασμένος}[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.teɾ.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐τερ‐γο
Ουσιαστικό
κάτεργο ουδέτερο
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) είδος μεγάλου πολεμικού πλοίου
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) παροπλισμένο πλοίο που χρησιμοποιούνταν ως πλωτή φυλακή
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) φυλάκιση με καταναγκαστικά έργα
- (μεταφορικά)
- ※ Τα της παιδικής δουλείας τα έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά στον Τύπο. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, το 2012, 168 εκατομμύρια παιδιά αναγκάστηκαν να εργαστούν με τρόπους που παραβίασαν το δικαίωμά τους στην ομαλή σωματική και πνευματική ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, 170 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται εγκλωβισμένα σε εργασιακά κάτεργα. (εφ. Το Βήμα, 20.10.2015)
Συγγενικά
- αρχικατεργάρης
- κατεργάρα
- κατεργαράκος
- κατεργάρης
- κατεργαριά
- κατεργάρικα
- κατεργάρικος
- κατεργαρούλα
- → δείτε τις λέξεις κατά και έργο
-
κάτεργο στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- κάτεργο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.