κατεργάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεργάρικος η κατεργάρικη το κατεργάρικο
      γενική του κατεργάρικου της κατεργάρικης του κατεργάρικου
    αιτιατική τον κατεργάρικο την κατεργάρικη το κατεργάρικο
     κλητική κατεργάρικε κατεργάρικη κατεργάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεργάρικοι οι κατεργάρικες τα κατεργάρικα
      γενική των κατεργάρικων των κατεργάρικων των κατεργάρικων
    αιτιατική τους κατεργάρικους τις κατεργάρικες τα κατεργάρικα
     κλητική κατεργάρικοι κατεργάρικες κατεργάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεργάρικος < κατεργάρ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατεργάρικος

Επίθετο

κατεργάρικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.