επεξεργασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επεξεργασμένος | η | επεξεργασμένη | το | επεξεργασμένο |
| γενική | του | επεξεργασμένου | της | επεξεργασμένης | του | επεξεργασμένου |
| αιτιατική | τον | επεξεργασμένο | την | επεξεργασμένη | το | επεξεργασμένο |
| κλητική | επεξεργασμένε | επεξεργασμένη | επεξεργασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επεξεργασμένοι | οι | επεξεργασμένες | τα | επεξεργασμένα |
| γενική | των | επεξεργασμένων | των | επεξεργασμένων | των | επεξεργασμένων |
| αιτιατική | τους | επεξεργασμένους | τις | επεξεργασμένες | τα | επεξεργασμένα |
| κλητική | επεξεργασμένοι | επεξεργασμένες | επεξεργασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επεξεργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επεξεργάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.