καταναγκαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταναγκαστικός η καταναγκαστική το καταναγκαστικό
      γενική του καταναγκαστικού της καταναγκαστικής του καταναγκαστικού
    αιτιατική τον καταναγκαστικό την καταναγκαστική το καταναγκαστικό
     κλητική καταναγκαστικέ καταναγκαστική καταναγκαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταναγκαστικοί οι καταναγκαστικές τα καταναγκαστικά
      γενική των καταναγκαστικών των καταναγκαστικών των καταναγκαστικών
    αιτιατική τους καταναγκαστικούς τις καταναγκαστικές τα καταναγκαστικά
     κλητική καταναγκαστικοί καταναγκαστικές καταναγκαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταναγκαστικός < καταναγκάζω

Επίθετο

καταναγκαστικός

  1. ο επιβαλλόμενος δια νόμου, διαταγής ή άσκησης βίας
  2. (μεταφορικά) επαχθής

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.