κάματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάματος | οι | κάματοι |
| γενική | του | κάματου & καμάτου |
των | κάματων & καμάτων |
| αιτιατική | τον | κάματο | τους | κάματους & καμάτους |
| κλητική | κάματε | κάματοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάματος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάματος
Ουσιαστικό
κάματος αρσενικό
- σωματική ή ψυχική κούραση
- ※ Κάματος εἶναι ποὺ μιλᾶ στενόχωρα καὶ κάψα. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κάματος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάματος
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- κάματος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰμᾰτο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κάματος | οἱ | κάματοι | |
| γενική | τοῦ | καμάτου | τῶν | καμάτων | |
| δοτική | τῷ | καμάτῳ | τοῖς | καμάτοις | |
| αιτιατική | τὸν | κάματον | τοὺς | καμάτους | |
| κλητική ὦ! | κάματε | κάματοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμάτω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | καμάτοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κάματος, ήδη ομηρικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κάματος αρσενικό
- μόχθος
- κόπος
- ※ οὐδεὶς κάματος εὐσεβεῖν θεούς. (Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 20, D9)
- ωδίνες
- ασθένεια
- ό,τι κερδίζουμε με κόπο
- το αποτέλεσμα κοπιαστικής προσπάθειας
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- κάματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.