κάματος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάματος οι κάματοι
      γενική του κάματου
& καμάτου
των κάματων
& καμάτων
    αιτιατική τον κάματο τους κάματους
& καμάτους
     κλητική κάματε κάματοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάματος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάματος

Ουσιαστικό

κάματος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάματος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάματος

Ουσιαστικό

κάματος αρσενικό

  1. κόπος, μόχθος
  2. προσπάθεια
  3. κούραση
  4. (οικονομία) τόκος
  5. εργασία
  6. μισθός

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰμᾰτο-
ονομαστική κάματος οἱ κάματοι
      γενική τοῦ καμάτου τῶν καμάτων
      δοτική τῷ καμάτ τοῖς καμάτοις
    αιτιατική τὸν κάματον τοὺς καμάτους
     κλητική ! κάματε κάματοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμάτω
γεν-δοτ τοῖν  καμάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάματος, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κάματος αρσενικό

  1. μόχθος
  2. κόπος
      οὐδεὶς κάματος εὐσεβεῖν θεούς. (Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 20, D9)
  3. ωδίνες
  4. ασθένεια
  5. ό,τι κερδίζουμε με κόπο
  6. το αποτέλεσμα κοπιαστικής προσπάθειας

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.