fatigue
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- fatigue < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.tiɡ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fatigue | fatigues |
fatigue (fr) θηλυκό
- η κούραση, η ταλαιπωρία, η κόπωση, ο κάματος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.