νυχτοκάματο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νυχτοκάματο | τα | νυχτοκάματα |
| γενική | του | νυχτοκάματου | των | νυχτοκάματων |
| αιτιατική | το | νυχτοκάματο | τα | νυχτοκάματα |
| κλητική | νυχτοκάματο | νυχτοκάματα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νυχτοκάματο < νύχτ(α) + -ο- + κάματ(ος) + -ο (κατά το μεροκάματο)
Ουσιαστικό
νυχτοκάματο ουδέτερο
- (νεολογισμός) η αμοιβή που κερδίζεται για την εργασία μιας νύχτας
- Ο τραγουδιστής έφτασε να παίρνει 1 εκατομμύριο δραχμές νυχτοκάματο. (εφημ. Τα Νέα, 15 Σεπτ. 2012)
- (κατ' επέκταση) η νυχτερινή εργασία
- Το 1970 έκανε νυχτοκάματα στην Αθήνα ως τραγουδιστής. (εφημ. Τα Νέα, 3 Νοεμβ. 2012)
Μεταφράσεις
νυχτοκάματο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.