κάλαντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κάλαντα
      γενική των καλάντων
    αιτιατική τα κάλαντα
     κλητική κάλαντα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάλαντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κάλαντα < καλάνδαι / καλένδαι < ελληνιστική κοινή καλάνδαι < λατινική kalendae [1] < calo[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.lan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλαντα

Ουσιαστικό

κάλαντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. βλ. καλένδες.
  2. από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella: «Primi dies mensium nominati kalendae, quod his diebus calantur eius mensis nonae a pontificibus, quintanae an septimanae sint futurae, in Capitolio in curia Calabra sic dicto quinquies “kalo Iuno Covella”, septies dicto “kalo Iuno Covella”» (Μάρκος Τερέντιος Βάρρων, De lingua latina, 6, 27, 2 6, 28, 1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.