κάλαντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κάλαντα | ||
| γενική | των | καλάντων | ||
| αιτιατική | τα | κάλαντα | ||
| κλητική | κάλαντα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάλαντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κάλαντα < καλάνδαι / καλένδαι < ελληνιστική κοινή καλάνδαι < λατινική kalendae [1] < calo[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.lan.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λα‐ντα
Ουσιαστικό
κάλαντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία ψάλλονται κυρίως από παιδιά που τριγυρνούν στα σπίτια την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών του Δωδεκαήμερου, αναφέρονται στο περιεχόμενό τους και περιλαμβάνουν ευχές για τους νοικοκύρηδες
Συγγενικά
-
κάλαντα στη Βικιπαίδεια

-
Κάλαντα στη Βικιθήκη

Μεταφράσεις
κάλαντα
- βλ. καλένδες.
- από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella: «Primi dies mensium nominati kalendae, quod his diebus calantur eius mensis nonae a pontificibus, quintanae an septimanae sint futurae, in Capitolio in curia Calabra sic dicto quinquies “kalo Iuno Covella”, septies dicto “kalo Iuno Covella”» (Μάρκος Τερέντιος Βάρρων, De lingua latina, 6, 27, 2 – 6, 28, 1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.