καλάνδαι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | καλάνδαι | ||||||
| γενική | τῶν | καλανδῶν | ||||||
| δοτική | ταῖς | καλάνδαις | ||||||
| αιτιατική | τὰς | καλάνδας | ||||||
| κλητική ὦ! | καλάνδαι | |||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καλάνδαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καλάνδαι < λατινική kalendae < calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | καλάνδαι | ||||||
| γενική | τῶν | καλανδῶν | ||||||
| δοτική | ταῖς | καλάνδαις | ||||||
| αιτιατική | τὰς | καλάνδᾱς | ||||||
| κλητική ὦ! | καλάνδαι | |||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
καλάνδαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) οι καλένδες
- ※ Επιγραφή χριστιανικής περιόδου από τις Συρακούσες της Σικελίας. IG XIV 140 , @epigraphy.packhum.org
- ἡμέρᾳ ∙ κυριακῇ δεσμευθεῖσα ∙ ἀλύτοις ∙ καμάτοις ∙ ἐπὶ ∙ κοίτης,
ἧς καὶ τοὔνομα ∙ Κυριακή ∙ ἡμέρᾳ ∙ κυριακῇ ∙ παντὸς ∙ βίου ∙ λύσιν
ἔσχε, τὴν ᾔτησε, πρὸ ∙ πρώτης ∙ καλανδῶν ∙ Μαίων ∙ ☧
- ἡμέρᾳ ∙ κυριακῇ δεσμευθεῖσα ∙ ἀλύτοις ∙ καμάτοις ∙ ἐπὶ ∙ κοίτης,
- ※ Επιγραφή χριστιανικής περιόδου από τις Συρακούσες της Σικελίας. IG XIV 140 , @epigraphy.packhum.org
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.