παραδοσιακά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παραδοσιακά
<
παραδοσιακός
+
-ά
Επίρρημα
παραδοσιακά
κατά
παραδοσιακό
τρόπο, ακολουθώντας την
παράδοση
Μεταφράσεις
παραδοσιακά
αγγλικά
:
traditionally
(en)
γαλλικά
:
traditionnellement
(fr)
εσπεράντο
:
tradicie
(eo)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παραδοσιακά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
παραδοσιακό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.