calo
Λατινικά (la)
Συγγενικά
Κλίση
Α' συζυγία (calo, calavi, calatum, calare)
|
Ετυμολογία 2
- calo < cala
Ουσιαστικό
calo αρσενικό
- στρατιωτικός δούλος (που μεταφέρει τον οπλισμό των στρατιωτών)
Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: σκευοφόρος
- (οποιοσδήποτε) δούλος
- είδος υποδήματος
Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: κόθορνος
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | calo | calonēs |
| γενική | calonis | calonum |
| δοτική | calonī | calonibus |
| αιτιατική | calonem | calonēs |
| κλητική | calo | calonēs |
| αφαιρετική | calone | calonibus |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.