mensis
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mḗh₁n̥s, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) μήν
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | mensis | mensēs |
| γενική | mensis | mensium |
| δοτική | mensī | mensibus |
| αιτιατική | mensem | mensēs/mensīs |
| κλητική | mensis | mensēs |
| αφαιρετική | mense | mensibus |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
- δοτική και αφαιρετική πληθυντικού του mensa
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.