οτουρντούζω

Καππαδοκικά (cpg)

Ετυμολογία

οτουρντούζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اوطورمق (τουρκική oturmak  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

οτουρντούζω

Πηγές

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 10.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.