στρογγυλοκάθομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
στρογγυλοκάθομαι
- βολεύομαι άνετα και κάθομαι επί πολλή ώρα σε ένα χώρο στον οποίο οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι (συνήθως οι οικοδεσπότες) δεν χαίρονται εξίσου την παρατεταμένη συντροφιά μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.