καθιζάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθιζάνω < αρχαία ελληνική καθιζάνω < κατά + ἱζάνω < ἵζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι)

Ρήμα

καθιζάνω

  1. (γεωλογία) υφίσταμαι καθίζηση (για έδαφος)
  2. (χημεία) κατακάθομαι ως ίζημα, κατεβαίνω ως ίζημα ως τον πυθμένα (για ουσία διαλυμένη σε υγρό)
    Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο φωσφορούχος ψευδάργυρος θα καθίζανε προς σχετικά κρυσταλλική μορφή. (*)
     συνώνυμα: κατακάθομαι

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Μετοχή
α' ενικ. καθιζάνω καθίζανα θα καθιζάνω να καθιζάνω καθιζάνοντας
β' ενικ. καθιζάνεις καθίζανες θα καθιζάνεις να καθιζάνεις
γ' ενικ. καθιζάνει καθίζανε θα καθιζάνει να καθιζάνει
α' πληθ. καθιζάνουμε καθιζάναμε θα καθιζάνουμε να καθιζάνουμε
β' πληθ. καθιζάνετε καθιζάνατε θα καθιζάνετε να καθιζάνετε
γ' πληθ. καθιζάνουν καθίζαναν θα καθιζάνουν να καθιζάνουν

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καθιζάνω < κατά + ἱζάνω < ἵζω

Ρήμα

καθιζάνω

  1. κάθομαι
  2. καθίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.