κωλοκάθομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κωλοκάθομαι < κωλο- + κάθομαι

Ρήμα

κωλοκάθομαι, πρτ.: κωλοκαθόμουνα, αόρ.: κωλοκάθισα (χωρίς ενεργητική φωνή)

  1. κάθομαι με τον κώλο, όπως μετά από πέσιμο
  2. κάθομαι, μένω ανενεργός

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.