παρακάθομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρακάθομαι < αρχαία ελληνική παρακάθημαι < παρά + κάθημαι (3.παρα- + κάθομαι)

Ρήμα

παρακάθομαι

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του παρακάθημαι
  2. κάθομαι κοντά η δίπλα σε κάποιον ακολουθώντας ιεραρχική σειρά
  3. (λαϊκότροπο) κάθομαι για πάρα πολλή ώρα, αδρανώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.