ανακάθομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακάθομαι < μεταγενέστερη ελληνική ἀνακάθημαι
Ρήμα
ανακάθομαι (& ανακαθίζω)
- ανασηκώνω τον κορμό μου ενώ έχω απλωμένα, εκτεταμένα τα πόδια μου (π.χ. στο κρεβάτι), με τον κορμό ορθό στηριζόμενο σε μαξιλάρια ή στηριζόμενος στα χέρια μου
- είμαι ξαπλωμένος και χαλαρός αλλά κάτι με ξαφνιάζει και ανασηκώνομαι ελαφρά, σηκώνω τον κορμό μου
- κάθομαι αλλά επειδή κάτι με ξενίζει ή με αναστατώνει ανασηκώνομαι στιγμιαία από την καρέκλα μου και ξανακάθομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.