ιστάμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστάμενος η ιστάμενη το ιστάμενο
      γενική του ιστάμενου της ιστάμενης του ιστάμενου
    αιτιατική τον ιστάμενο την ιστάμενη το ιστάμενο
     κλητική ιστάμενε ιστάμενη ιστάμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστάμενοι οι ιστάμενες τα ιστάμενα
      γενική των ιστάμενων των ιστάμενων των ιστάμενων
    αιτιατική τους ιστάμενους τις ιστάμενες τα ιστάμενα
     κλητική ιστάμενοι ιστάμενες ιστάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιστάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱστάμενος, μετοχή ενεστώτα του μέσου ρήματος ἵσταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈsta.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιστάμενος

Μετοχή

ιστάμενος, ιστάμενη / ισταμένη, ιστάμενο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Εκφράσεις

  • υψηλά ιστάμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.