ιματιοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιματιοθήκη | οι | ιματιοθήκες |
| γενική | της | ιματιοθήκης | των | ιματιοθηκών |
| αιτιατική | την | ιματιοθήκη | τις | ιματιοθήκες |
| κλητική | ιματιοθήκη | ιματιοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιματιοθήκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱματιοθήκη < αρχαία ελληνική ἱμάτιον -θήκη (< τίθημι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ma.ti.oˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μα‐τι‐ο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
ιματιοθήκη θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.